- όγκωμα
- το, -ατοςπαθολογική ανάπτυξη μέρους του σώματος, φούσκωμα, εξόγκωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὄγκωμα — swelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκωμα — το (ΑΜ ὄγκωμα) [ογκώ] εξόγκωμα, διόγκωση, πρήξιμο νεοελλ. ανατ. υβοειδής προεξοχή οστού (α. «όγκωμα βραχιόνων» ονομασία δύο επαρμάτων τα οποία βρίσκονται στο άνω άκρο τού βραχιόνιου οστού β. «γενειακό όγκωμα» στρογγυλό έπαρμα που βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
ὀγκώμασι — ὄγκωμα swelling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκώματα — ὄγκωμα swelling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθουρητικός — ή, ό (Α ὀπισθουρητικός, ή, όν) νεοελλ. ανατ. φρ. «οπισθουρητικό όγκωμα» εγκάρσιο όγκωμα που ενώνει τις δύο εκβολές τών ουρητήρων αρχ. αυτός που ουρεί προς τα πίσω («ὥσπερ τὰ ὀπισθουρητικὰ τῶν τετραπόδων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * +… … Dictionary of Greek
ουρητήρες — (Ανατ.). Δύο αποχετευτικά όργανα των ούρων. Ο ο. είναι ινομυώδης σωλήνας, που ξεκινά από τη νεφρική πύελο και εκβάλλει στην ουροδόχο κύστη. Έχει μήκος 26 30 εκ. Οι δύο άκρες (πέρατα) των ο. απέχουν μεταξύ τους 7 8 εκ. Στις εκβολές των ο.… … Dictionary of Greek
Злокачественная опухоль — Удалённая молочная железа, поражённая инвазивным протоко … Википедия
Карцинома — OMIM 8010/3 8010/3 MeSH D002277 D002277 … Википедия
Миеломная болезнь — МКБ 10 C … Википедия
Миелома — Миеломная болезнь (от греч. μυελός костный мозг и ωμα окончание в названиях опухолей, от ὄγκωμα опухоль), болезнь Рустицкого Калера, множественная миелома, генерализованная плазмоцитома заболевание системы крови, относящееся к… … Википедия